- υδρόμυς
- (hydromys). Γένος θηλαστικών τρωκτικών της οικογένειας των Μυϊδών. Περιλαμβάνει διάφορα είδη μεγάλων ποντικών, που απαντούν στην Αυστραλία, κοντά σε ποταμούς, έλη ή στις ακτές των θαλασσών. Οι υ. έχουν μακρύ σώμα, πλατύ ρύγχος και πολύ μακριά ουρά, που φτάνει το μήκος του σώματοός τους (35 εκ. περίπου) και καλύπτεται από πυκνό και κοντό τρίχωμα. Τα ζώα αυτά ξεχωρίζουν ακόμα για τα χοντρά και μακριά δάχτυλα των πίσω άκρων τους, που συνδέονται με νηκτική μεμβράνη.
Κυριότερο είδος του γένους αυτού είναι ο υ. ο χρυσογάστωρ, μήκους 35 εκ. περίπου χωρίς την ουρά του. Έχει μικρά αφτιά, τριχωτό ρύγχος και μακριά και χοντρά δάχτυλα στα πίσω άκρα. Το τρίχωμά του, σκούρο γκρι στο σώμα, γίνεται χρυσοκόκκινο στα πλευρά και την κοιλιά. Ζει κι αυτός κοντά σε έλη, ποταμούς ή στις ακτές των θαλασσών και κολυμπάει με άνεση.
* * *ο, Νζωολ. γένος υδρόβιων τρωκτικών τής Αυστραλίας και τής νοτιοανατολικής Ασίας, τυπικός εκπρόσωπος τής υποοικογένειας υδρομυΐδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydromys (< υδρ[ο]-* + μυς)].
Dictionary of Greek. 2013.